- χαρίεις
- -εσσα, -εν, ΝΜΑ(λόγιος τ.)1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ' ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.)2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.)αρχ.1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί», Αριστοφ.)2. (για πράγμ.) προσφιλής, ευχάριστος («λόγον λέξαι χαρίεντα», Αριστοφ.)3. (το ουδ.) τὸ χαρίενα) ως ουσ. ονομασία φυτούβ) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) με χάρη.επίρρ...χαριέντως ΝΜΑμε χάρη, με κομψότητααρχ.1. με ευγένεια («χαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -εις (πρβλ. τολμ-ή-εις). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο επίθ. χαρίεις, η κατάλ. -εις έχει προστεθεί στο θ. τής λ. χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -εις βλ. λ. -όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.